πανσέληνος

πανσέληνος
πανσέληνος or [pref] πασς- (Arist.APo.93a37 cod. A), ον, of the moon,
A at the full,

ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Th.7.50

; κύκλος π. the moon's full orb, E.Ion1155;

τὰς νύκτας τὰς π. Arist.HA622b27

.
2 ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) the time of full moon, Hdt.2.47, 6.120, Ar.Ach.84; τὰν αὔριον π. (s. v.l.) at to-morrow's full moon, S.OT1090 (lyr.): without the Art.,

πανσέληνος A.Th.389

, And.1.38; ταῖς πανσελήνοις or ἐν ταῖς π. at the seasons of full moon, Arist.HA544a20, 555a10, cf. Stoic.1.34; πανσέληνον, τό, Apollon.Mir.36.
II round as the full moon,

χρυσίς Hermipp.37

(dub. l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πανσέληνος — at the full masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… …   Dictionary of Greek

  • πανσέληνος — η το φεγγάρι με τη μεγαλύτερη φωτισμένη επιφάνεια, αλλ. γεμάτο ή ολόγιομο φεγγάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… …   Dictionary of Greek

  • πανσέληνον — πανσέληνος at the full masc/fem acc sg πανσέληνος at the full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνοις — πανσέληνος at the full masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνου — πανσέληνος at the full masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνους — πανσέληνος at the full masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνων — πανσέληνος at the full masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνῳ — πανσέληνος at the full masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέληνα — πανσέληνος at the full neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”